- τερέμινθος
- -ου ἡ N 2 3-4-0-0-1=8 Gn 14,6; 35,4; 43,11; Jos 17,9; 24,26terebinth tree Gn 14,6; fruit from terebinth tree, pistachio nut Gn 43,11; see τερέβινθος
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πετραμιθιά — η, Ν κοινή ονομασία φυτού τού πιστάκη η τερέμινθος … Dictionary of Greek